Publicitade R▼
λάτρης (n.)
1.αυτό που θαυμάζει, που υποστηρίζει κάποιον, που εκτιμά βαθύτατα κάποιον, κάτι
2.αυτός που θαυμάζει, λατρεύει κάποιον ή κάτι
3.αυτός που πιστεύει σε θρησκευτικό δόγμα, ευλαβής, ο οπαδός θρησκείας
Publicidade ▼
λάτρης (n.)
Ver também
λάτρης (n.)
↗ έχω ενθουσιαστεί με κτ., γοητεύομαι με, ενθουσιάζομαι, ενθουσιασμός, θάρρος, κέφι, ξελογιάζομαι, σφρίγος
Publicidade ▼
λάτρης (n.)
spectateur amateur d'un sport (fr)[ClasseParExt.]
personne qui encourage (fr)[ClasseHyper.]
λάτρης (n.)
personne passionnée (fr)[Classe]
έχω ενθουσιαστεί με κτ., γοητεύομαι με, ενθουσιάζομαι, ξελογιάζομαι[PersonneQui~]
ενθουσιασμός, θάρρος, κέφι, σφρίγος[PersonneQuiEst]
λάτρης (n.)
person (en)[Domaine]
Human (en)[Domaine]
λάτρης (n.)
participant à la messe (fr)[Classe]
personne qui prie (fr)[Classe]
personne qui se confesse (fr)[Classe]
believer; faithful (en)[ClasseHyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s