Publicitade R▼
ληστεία (n.)
1.επίθεση σε κάποιον με σκοπό την κλοπή, συνήθως σε ανοικτό χώρο
2.η ενέργεια του κλέβω· η αφαίρεση και ιδιοποίηση πράγματος που δε μας ανήκει, πράξη που γίνεται κρυφά ή με τη βία, με δόλο ή με απάτη
Publicidade ▼
Ver também
ληστεία (n.)
↗ ληστεύω
Publicidade ▼
ληστεία (n.)
επίθεση, εφόρμηση[Hyper.]
ληστεύω[Dérivé]
ληστεία (n.)
έγκλημα, εγκληματική ενέργεια[Hyper.]
ληστεία (n.)
ληστεία (n.)
action de voler, de prendre à autrui (fr)[ClasseHyper.]
law (en)[Domaine]
UnilateralGetting (en)[Domaine]
marauder (fr)[Nominalisation]
έγκλημα, κακούργημα, σοβαρό αδίκημα[Hyper.]
ληστεύω[Nominalisation]
rustle, steal (en) - αρπάζω, κλέβομαι, κλέβω, παίρνω στα κλεφτά, ρίχνω - larcener, larcenist (en)[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s