Publicitade D▼
λικνίζω (v.)
1.κουνιέμαι πέρα δώθε, δονούμαι
2.λικνίζω απαλά και ρυθμικά όπως σε κούνια
3.κάνω κάτι να κινείται πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, να κουνιέται πέρα-δώθε
Publicidade ▼
λικνίζω (v.)
αγκαλιάζω, ανακινούμαι, κουνιέμαι, κουνώ, λικνίζομαι, σείομαι, ταλαντεύομαι, ταλαντεύω, ταρακουνιέμαι
λικνίζω (v.)
être déplacé, subir un déplacement (fr)[Classe]
être agité (fr)[Classe]
(λωρίδα κυκλοφορίας)[termes liés]
(αμαξάς)[termes liés]
πηγαινοέρχομαι[Hyper.]
κίνηση, κούνημα, τράνταγμα, χτύπημα - λίκνισμα - κουνιστή πολυθρόνα - έλεγχος, εξουσία, κυριαρχία[Dérivé]
κουνιέμαι, λικνίζομαι[Domaine]
λικνίζω (v.)
λικνίζω (v.)
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Hyper.]
λίκνισμα - grand coup de poing (fr) - swinger (en)[Dérivé]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s