Publicitade E▼
λογικός (n.)
1.κάποιος που σκέφτεται λογικά, που έχει τη δυνατότητα να διανοείται
λογικός (adj.)
1.αυτός που είναι σύμφωνος με τις ηθικές αρχές ή με τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς
2.που έχει σχέση με τη νόηση
Publicidade ▼
λογικός (adj.)
αγαθός, δίκαιος, δικαιολογημένος, ευάρεστος, ευγενικός, ικανοποιητικός, καλός, μετρημένος, μετριοπαθής, νοητικός, οικονομικός, ορθός, οφειλόμενος, στωικός, συνεκτικός, συνετός, τίμιος, φθηνός, φιλοσοφημένος
Ver também
λογικός (adj.)
↘ το αποδεκτόν ↗ αρκετά, λογική, λογικό, λόγος, μάλλον, μέσα σε λογικά όρια, μέτρια, μετριοπαθώς, νόηση, πολύ, σε κάποιο βαθμό, σκέψη, συγκατατίθεμαι, φιλοσοφία ≠ άγριος, άμετροσ, ακριβά, ακριβός, διαβολικός, επιθετικός, κακός, μοχθηρός, σατανικός, υπέρμετροσ, υπερβολικόσ
λογικός (n.)
↗ καταλήγω στο λογικό συμπέρασμα, σκέφτομαι, σκέφτομαι λογικά, συμπεραίνω
Publicidade ▼
λογικός (adj.)
λογικός (adj.)
qui peut être accepté, admis (fr)[Classe]
ικανοποιητικός; ευχάριστος[Classe]
qui est jugé linguistiquement correct (fr)[ClasseParExt.]
συγκατατίθεμαι[QuiPeutEtre]
λογικός (adj.)
qui mérite d'être respecté (fr)[Classe]
qui apporte du soin à ce qu'il fait (fr)[Classe]
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
λογικός (adj.)
λογικός (adj.)
λογικός (adj.)
qui s'occupe de (fr)[Classe...]
qui n'éprouve, ne trahit aucun trouble (fr)[Classe]
qui fait preuve de patience (fr)[Classe]
qui a beaucoup de sagesse (fr)[Classe]
φιλοσοφία[Rel.]
ανέκφραστος, ασυγκίνητος[Similaire]
λογικός (adj.)
relatif à (fr)[Classe...]
noèse (fr)[Rel.]
σκέψη[Rel.]
διανοητικός, νοερός, πνευματικός[Similaire]
λογικός (adj.)
λογικός; ορθολογι(στι)κός[ClasseHyper.]
λογική, λογικό, λόγος, νόηση[Rel.App.]
λογική, ορθολογικότητα - λογικότητα - λογικά[Dérivé]
irrational (en)[Ant.]
λογικός (adj.)
οξύνους; ευφυής; έξυπνος[Classe]
réfléchi (personne) (fr)[Classe]
qui a beaucoup de sagesse (fr)[Classe]
prudent (fr)[Classe]
λογικός[Similaire]
λογικός (adj.)
λογικός, μετρημένος, μετριοπαθής[Similaire]
λογικός (adj.)
pauvre et économique (fr)[Classe]
produit (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
λογικός (n.)
personne qui raisonne (fr)[ClasseHyper.]
quibbler; carper; niggler (en)[Classe]
raisonner (fr)[PersonneQui~]
raisonneur (fr)[CeQuiEst~]
thinker (en) - διάνοια[Hyper.]
καταλήγω στο λογικό συμπέρασμα, σκέφτομαι, σκέφτομαι λογικά, συμπεραίνω[PersonneQui~]
λογικεύομαι - βγάζω συμπέρασμα, συμπεραίνω - επιχειρηματολογώ, συζητώ[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s