Publicitade R▼
λουρί (n.)
1.κάθε ένα από τα δυο λουριά που υπάρχουν σε προστατευτικό κράνος
2.στενόμακρη ταινία, συνήθ. από δέρμα ή και από ύφασμα, που χρησιμοποιείται για να δένει ή για να συγκρατεί
Publicidade ▼
Publicidade ▼
λουρί (n.)
ιμάντας, λουράκι, λουρί, λουρίδα[Hyper.]
γκέμι, χαλινάρι, χαλινός[Desc]
λουρί (n.)
λουρί (n.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,032s