Publicitade D▼
λουστράρω (v.)
1.επαλείφω με λούστρο, κάνω κάτι στιλπνό
2.κάνω κάτι λείο και λαμπερό με τρίψιμο
Publicidade ▼
λουστράρω (v.)
Ver também
λουστράρω (v.)
↘ έλασμα, βερνικωτήσ, επιμετάλλωση, επιμεταλλωτήσ, λαμαρίνα, μεταλλικό φύλλο, μικροσκοπική τομή, πιατέλα, πλάκα, φύλλο
Publicidade ▼
λουστράρω (v.)
mettre en tout point dessus (fr)[Classe...]
plaque (fr)[termes liés]
menuiser (fr)[DomaineCollocation]
métallurgie (fr)[DomainRegistre]
λουστράρω (v.)
λουστράρω (v.)
βερνικώνω; λουστράρω[ClasseHyper.]
λουστράρω (v.)
διακοσμώ, καλλωπίζω, ομορφαίνω, στολίζω[Hyper.]
βερνίκι, λάκη, λούστρο - lacquer (en)[Dérivé]
χειροτεχνία[Domaine]
λουστράρω (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s