Publicitade R▼
μελωδικός (adj.)
1.αυτός που είναι ευχάριστος στην ακοή, που περιέχει ρυθμό, αρμονία και μελωδία
Publicidade ▼
Ver também
Publicidade ▼
μελωδικός (adj.)
μελωδικός (adj.)
μελωδικός (adj.)
μελωδία, μουσικός σκοπός, σκοπός[Rel.App.]
μελωδικά[Dérivé]
μελωδικόσ (adj.)
μελωδικός, μουσικός[Similaire]
μουσική, παρτιτούρα[Domaine]
μελωδικόσ (adj.)
agréable à l'oreille (fr)[Classe]
qui produit un (des) son(s) (fr)[Classe...]
(θορυβώδεσ)[termes liés]
(αοιδός; τραγουδιστής), (σκοπός; μελωδία; μουσικός σκοπός)[termes liés]
qualificatif du jeu musical (fr)[DomainJugement]
μελωδικός, μουσικός[Similaire]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s