Publicitade R▼
μισθώνω (v.)
1.χρησιμοποιώ ακίνητη ή κινητή ιδιοκτησία,καταβάλλοντας ορισμένο αντίτιμο στον ιδιοκτήτη της
Publicidade ▼
μισθώνω (v.)
Publicidade ▼
μισθώνω (v.)
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
ενοικίαση - charter (en) - μίσθωση - ένοικος, ενοικιαστής - νοίκι - term of a contract (en)[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s