Publicitade E▼
μοιρασιά (n.)
1.τα τραπουλόχαρτα που αναλογούν σε κάθε έναν από τους παίκτες σύμφωνα με το παιχνίδι
2.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοιράζω
Publicidade ▼
μοιρασιά (n.)
Publicidade ▼
μοιρασιά (n.)
card (en)[Domaine]
Collection (en)[Domaine]
σειρά, συλλογή, συσσώρευση[Hyper.]
μοιράζω - distribuer (fr) - διεξάγω, διευθύνω[Dérivé]
μοιρασιά (n.)
κομματάκι (π.χ. για είδηση ή κουτσομπολιό)[Classe]
λεπτομέρεια[Classe]
partie de qqch. (fr)[ClasseHyper.]
economy (en)[Domaine]
Sharing (en)[Domaine]
κατανομή[Hyper.]
αναθέτω, διαμοιράζω, διανέμω, κατανέμω, νέμω - καταμερίζω, μοιράζω - μοιράζομαι[Dérivé]
μοιρασιά (n.)
διανομή, κατανομή[Hyper.]
μοιράζω - distribuer (fr)[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s