Publicitade D▼
μπήγω (v.)
1.τοποθετώ αντικείμενο μέσα σε άλλο, βάζω (κάτι) μέσα (σε κάτι άλλο) ή κάνω (κάτι) να εισχωρήσει σε άλλο σώμα με δύναμη πιέζοντάς το ή χτυπώντας το, ώστε να μπει, να καρφωθεί βαθιά
2.χτυπώ κάποιον με μαχαίρι , σχίζω
3.πιέζω κάτι ώστε να εισχωρήσει στη μάζα άλλου σώματος
4.βάζω κτ βαθιά, βυθίζω αντικείμενο μέσα σε άλλο αντικείμενο ή πράγμα
Publicidade ▼
μπήγω (v.)
faire entrer une chose dans une autre (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
μπήγω (v.)
απωθώ, σπρώχνω[Hyper.]
μαχαιριά, σουβλιά - μαχαιροβγάλτησ, μαχαιρώτησ[Dérivé]
μπήγω (v.)
κατεβαίνω[Hyper.]
μπήγω (v.)
απωθώ, σπρώχνω[Hyper.]
πείραγμα, σπόντα, χώσιμο - γρονθοκόπημα, σκουντιά - βουκέντρα, βούκεντρο[Dérivé]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s