Publicitade R▼
νυστάζω (v.)
1.από την κατάσταση της εγρήγορσης εισέρχομαι στην κατάσταση ύπνου
Publicidade ▼
νυστάζω (v.)
αποκοιμιέμαι, κουτουλώ, λαγοκοιμάμαι, με παίρνει ο ύπνος, μισοκοιμάμαι, πέφτω ξερός
Ver também
νυστάζω (v.)
≠ ξυπνάω, ξυπνώ, συνέρχομαι
Publicidade ▼
νυστάζω (v.)
effectuer une action sur soi (fr)[Classe...]
(νυχτικά)[termes liés]
λαγοκοιμάμαι[Analogie]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s