Publicitade E▼
ξεγυμνώνω (v.)
1.αφαιρώ τα ρούχα κάποιου
2.αφαιρώ ό,τι καλύπτει κάτι
3.γυμνώνω κάποιον
4.διαπιστώνω, συνειδητοποιώ ότι κάποιος ή κάτι υπάρχει ή έχει ορισμένη ιδιότητα
Publicidade ▼
ξεγυμνώνω (v.)
ανακαλύπτω, αντιλαμβάνομαι, αποκαλύπτω, αφαιρώ, βρίσκω τυχαία, γδύνω, εντοπίζω, ξεντύνω, ξεφλουδίζω, ξύνω
Ver também
ξεγυμνώνω (v.)
Publicidade ▼
ξεγυμνώνω (v.)
enlever (des vêtements) (fr)[Classe]
V+qqn (fr)[Syntagme]
απομακρύνω[Hyper.]
στριπτίζ - οικιακή ενδυμασία, ρούχα του σπιτιού[Dérivé]
ξεγυμνώνω (v.)
ξεγυμνώνω (v.)
ξεγυμνώνω (v.)
repérer (fr)[Classe]
reconnaître, percevoir, trouver ce qu'on cherche (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Discovering (en)[Domaine]
αντιλαμβάνομαι, βλέπω, διακρίνω, παρατηρώ[Hyper.]
ανακάλυψη, εύρεση - κατασκόπευση - καθορισμός, προσδιορισμός - detecting, detection, detective work, sleuthing (en) - observation (en) - αισθητήρας ανίχνευσης - detector, sensor (en) - παρακολούθηση - ανακάλυψη, εύρημα - παρατήρηση - marginal comment, observation, reflection, reflexion (en) - ανακάλυψη - finding (en) - παρατηρητής - discoverer, finder, spotter (en) - αισθητόσ, αξιοπαρατήρητοσ, τηρητέοσ - παρατηρητικός, προσεκτικόσ[Dérivé]
ανακαλύπτω[Domaine]
ξεγυμνώνω (v.)
απομακρύνω[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s