Publicitade R▼
πέφτω (v.)
1.πεθαίνω σε μάχη ή συμπλοκή
2.για καιρικά φαινόμενα, πέφτει βροχή, χιόνι, χιονόνερο, χαλάζι
3.περιέρχομαι στον έλεγχο, στην αρμοδιότητα κάποιου
4.στρέφω προς τα κάτω
5.κινούμαι ελεύθερα λόγω της δύναμης της βαρύτητας
6.πέφτω ξαφνικά και απότομα
7.πέφτω με παφλασμό στο έδαφος
8.ρίχνομαι στο έδαφος
9.παίρνω θέση χαλάρωσης
10.χάνω δύναμη ή κάποιο αξίωμα ή κάποια θέση που κατέχω
11.ρίχνω κάτι εκτοξεύω σε απόσταση ή με δύναμη
12.πιέζω κάτι ώστε να εισχωρήσει στη μάζα άλλου σώματος
πέφτω
1.χάνω την αξία μου, μειώνεται η τιμή μου
2.αποσπώ κτ από σημείο στο οποίο είχε κολλήσει ή από άλλο αντικείμενο με το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο ή κολλημένο
Publicidade ▼
πέφτω
αποκολλώ, βγαίνω, εμβολίζω, ξεκολλώ, πέφτω πάνω σε κτ., ρίχνω, συγκρούομαι με το αυτοκίνητο πανω σε κτ.
πέφτω (v.)
ανατρέπω, βάζω, βουτώ, βυθίζομαι, είμαι σε χειμέρια νάρκη, ελαττώνομαι, ιέμαι, καρφώνω, κατά λάθος πέφτω, κατηφορίζω, κουνιέμαι, κουνώ, κρέμομαι ανάλαφρα, κρέμω, μειώνομαι, μπήγω, ξαπλώνω, πέφτω κάτω, πετώ, ρίχνω, σωριάζομαι, υποχωρώ, χαμηλώνω, χτυπώ με θόρυβο
Ver também
πέφτω
↘ απογίνομαι, γίνεται, διαδραματίζομαι , καταλήγω σε μια κατάσταση, λαχαίνω , σημειώνομαι, συμβαίνει, συμβαίνω , τυγχάνω , τυχαίνω , τυχαίνω σε κπ. ≠ κολλώ
πέφτω (v.)
Publicidade ▼
⇨ * πέφτω καταρρακτωδώς • γλιστρώ (και πέφτω) • κατά λάθος πέφτω • πέφτω (για γεγονός) • πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου • πέφτω από αεροπλάνο με αλεξίπτωτο σε περίπτωση κινδύνου • πέφτω απότομα • πέφτω θύμα απάτης • πέφτω κάτω • πέφτω και χτυπώ με γδούπο • πέφτω κατακόρυφα • πέφτω λιπόθυμος • πέφτω με αλεξίπτωτο • πέφτω με δύναμη • πέφτω με δύναμη (για βροχή) • πέφτω με παφλασμό • πέφτω με τα μούτρα • πέφτω με τα μούτρα (στο φαϊ) • πέφτω μπρούμυτα • πέφτω ξερός • πέφτω πάνω σε • πέφτω πάνω σε κπ. • πέφτω πάνω σε κτ. • πέφτω σαν βροχή • πέφτω σαν καταρράκτης • πέφτω σε ξέρα • πέφτω στα χέρια • πέφτω στο κενό
πέφτω
devenir plus bas (pour un prix) (fr)[Classe]
φθίνω; μειούμαι; λιγοστεύω[Classe]
πέφτω
πέφτω
πέφτω
κατεβαίνω[Hyper.]
πέφτω (v.)
πεθαίνω, χάνομαι, ψοφάω[Hyper.]
πέφτω (v.)
βροχόπτωση - precipitation (en)[Dérivé]
υγροποιούμαι, υγροποιώ - πέφτω[Domaine]
πέφτω (v.)
πέφτω (v.)
γέρνω, κλίνω[Hyper.]
κοίλωμα, το χαμηλό μέρος κύματος[Dérivé]
πέφτω (v.)
κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω[Hyper.]
ήττα, κατάληψη, κατρακύλισμα, πέσιμο, πτώση - πτώση - faller (en)[Dérivé]
πέφτω[Domaine]
πέφτω (v.)
ανατρέπω, κατά λάθος πέφτω, πέφτω, πέφτω κάτω, πετώ, ρίχνω, σωριάζομαι[Hyper.]
plunge (en) - diver, plunger (en)[Dérivé]
βυθίζω, χώνω[Domaine]
πέφτω (v.)
πέφτω (v.)
πέφτω (v.)
πέφτω (v.)
πέφτω (v.)
πέφτω (v.)
πέφτω (v.)
cut through; cleave (en)[Classe]
(power; strength) (en)[Caract.]
διαλύομαι, διαλύω[Hyper.]
crash (en)[Domaine]
πέφτω (v.)
κατεβαίνω[Hyper.]
πέφτω (v.)
κρεμάω, κρεμώ[Hyper.]
λίκνισμα, ταλάντευση, ταλάντωση - κούνια[Dérivé]
πέφτω (v.)
vivre au ralenti (fr)[Classe]
mettre à l'abri (fr)[Classe]
habiter pendant l'hiver (fr)[Classe]
dormir d'un sommeil léger ou partiel (fr)[Classe]
(κτήνος; πλάσμα), (ηλιοτροπισμόσ)[termes liés]
(coldness; cold) (en)[termes liés]
hibernation (fr)[termes liés]
κοιμάμαι, μισοκοιμάμαι[Hyper.]
χειμέρια νάρκη - hibernation (en)[Dérivé]
aestivate, estivate (en)[Ant.]
πέφτω (v.)
se déplacer de haut en bas (fr)[Classe]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,062s