definição e significado de πέφτω | sensagent.com


   Publicitade R▼


 » 
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês

Definição e significado de πέφτω

Definição

πέφτω (v.)

1.πεθαίνω σε μάχη ή συμπλοκή

2.για καιρικά φαινόμενα, πέφτει βροχή, χιόνι, χιονόνερο, χαλάζι

3.περιέρχομαι στον έλεγχο, στην αρμοδιότητα κάποιου

4.στρέφω προς τα κάτω

5.κινούμαι ελεύθερα λόγω της δύναμης της βαρύτητας

6.πέφτω ξαφνικά και απότομα

7.πέφτω με παφλασμό στο έδαφος

8.ρίχνομαι στο έδαφος

9.παίρνω θέση χαλάρωσης

10.χάνω δύναμη ή κάποιο αξίωμα ή κάποια θέση που κατέχω

11.ρίχνω κάτι εκτοξεύω σε απόσταση ή με δύναμη

12.πιέζω κάτι ώστε να εισχωρήσει στη μάζα άλλου σώματος

πέφτω

1.χάνω την αξία μου, μειώνεται η τιμή μου

2.αποσπώ κτ από σημείο στο οποίο είχε κολλήσει ή από άλλο αντικείμενο με το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο ή κολλημένο

   Publicidade ▼

Sinónimos

Ver também

   Publicidade ▼

Locuções

* πέφτω καταρρακτωδώς • γλιστρώ (και πέφτω) • κατά λάθος πέφτω • πέφτω (για γεγονός) • πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου • πέφτω από αεροπλάνο με αλεξίπτωτο σε περίπτωση κινδύνου • πέφτω απότομα • πέφτω θύμα απάτης • πέφτω κάτω • πέφτω και χτυπώ με γδούπο • πέφτω κατακόρυφα • πέφτω λιπόθυμος • πέφτω με αλεξίπτωτο • πέφτω με δύναμη • πέφτω με δύναμη (για βροχή) • πέφτω με παφλασμό • πέφτω με τα μούτρα • πέφτω με τα μούτρα (στο φαϊ) • πέφτω μπρούμυτα • πέφτω ξερός • πέφτω πάνω σε • πέφτω πάνω σε κπ. • πέφτω πάνω σε κτ. • πέφτω σαν βροχή • πέφτω σαν καταρράκτης • πέφτω σε ξέρα • πέφτω στα χέρια • πέφτω στο κενό

Dicionario analógico




πέφτω















πέφτω (v.)




πέφτω (v.)


 

todas as traduções do πέφτω


Conteùdo de sensagent

  • definição
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopédia

 

5405 visitantes em linha

calculado em 0,062s