Publicitade R▼
πανσιόν (n.)
1.πανδοχείο ειδικά οργανωμένο για να προσφέρει προσωρινή διαμονή (συνήθως και τροφή) σε άτομα νεαρής ηλικίας, έναντι μικρού αντιτίμου
Publicidade ▼
πανσιόν (n.)
πανσιόν (n.)
ξενοδοχείο[Classe]
organisme destiné aux jeunes (fr)[Classe]
(τουρίστας; εκδρομέας; επισκέπτης αξιοθεάτων; περιηγητής), (τουρισμός)[termes liés]
building_industry (en)[Domaine]
Organization (en)[Domaine]
στέγαση, στέγη[Hyper.]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,016s