Publicitade D▼
παρακολουθώ (v.)
1.παρατηρώ συστηματικά την εξέλιξη κάποιου πράγματος
2.παρακολουθώ στενά
3.παρατηρώ συστηματικά για να ενημερώνομαι
4.παρατηρώ κάτι με τα μάτια μου
5.για κάποιν ή για κάτι που πηγαίνει ή κινείται πίσω από κάποιον ή από κάτι άλλο
6.παρευρίσκομαι (σε δημόσια εκδήλωση, π.χ. αθλητική, κοσμική, καλλιτεχνική κ.λπ.) ως θεατής
παρακολουθώ
1.παρατηρώ, ακολουθώ με το βλέμμα ή (και) την ακοή μου κάποιες κινήσεις ή δραστηριότητες
Publicidade ▼
παρακολουθώ
παρατηρώ, παρατηρώ προσεκτικά, προσέχω, σε βάθος ψάχνω, φροντίζω, ψάχνω σε βάθος
παρακολουθώ (v.)
έχω το νου μου, ακολουθώ, βλέπω, δέν μέ πειράζει, ελέγχω, επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω, παρίσταμαι, πηγαίνω, προσέχω, υπακούω
Ver também
παρακολουθώ (v.)
↘ μάρτυρας ≠ δείχνω το δρόμο, δεν προλαβαίνω, οδηγώ, προηγούμαι, προπορεύομαι, χάνω
Publicidade ▼
⇨ παρακολουθώ αμέτοχος • παρακολουθώ από κοντά • παρακολουθώ επιλεγόμενο (δευτερεύον) μάθημα • παρακολουθώ κπ. • παρακολουθώ κρυφά • παρακολουθώ κρυφά κπ. • παρακολουθώ με κρυμμένα μικρόφωνα
παρακολουθώ
protéger (fr)[Classe]
look after (en)[Classe]
ce qui est dû (fr)[DomaineCollocation]
ce qui est possédé (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Seeing (en)[Domaine]
παρακολουθώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
Discovering (en)[Domaine]
παρακολουθώ (v.)
παρακολουθώ (v.)
παρακολουθώ (v.)
παρακολουθώ (v.)
παρακολουθώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
ListOrderFn (en)[Domaine]
παρακολουθώ (v.)
view; look; see (en)[ClasseParExt.]
entendre (fr)[ClasseParExt.]
attend; be present at (en)[ClasseHyper.]
(θεατής)[termes liés]
assemblée, réunion (fr)[DomaineCollocation]
παρακολουθώ (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s