Publicitade E▼
περηφάνια (n.)
1.η εκτίμηση και ο σεβασμός που έχει κάποιος για τον εαυτό του
2.συναίσθημα αυτοσεβασμού και πίστη στην προσωπική αξία
Publicidade ▼
περηφάνια (n.)
αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση, αυτοσεβασμός, εγωισμός, εγώ, μεγαλοπρέπεια, σοβαρότητα, το εγώ, υπερηφάνεια
Ver também
περηφάνια (n.)
↗ ανεξάρτητος, περήφανος, που δε δέχεται βοήθεια ≠ ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα
Publicidade ▼
περηφάνια (n.)
grandeur des qualités morales (fr)[Classe]
pride (en)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
περηφάνια, υπερηφάνεια[Hyper.]
dignify, ennoble (en)[Dérivé]
περηφάνια (n.)
κεφάλι, κεφαλή, μυαλό[Hyper.]
ψυχανάλυση[Domaine]
περηφάνια (n.)
orgueil (fr)[Classe]
pride (en)[ClasseHyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s