Publicitade E▼
πιάνω (v.)
1.βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο μιας ενέργειας (ενός έργου ή μιας διαδικασίας)
2.καταλαμβάνομαι, διακατέχομαι από κάποιο συναίσθημα
3.εξετάζω με την αφή
4.πιάνω κάτι με το χέρι, κρατώ σφικτά κάτι
5.προβαίνω στη βίαιη κράτηση κάποιου,τον περιορίζω στερώντας του τη φυσικη ή την προσωπική του ελευθερία
6.πιάνω τη μπάλα(στο μπέιζμπολ )
7.παίρνω κάτι και το κρατώ
8.χρησιμοποιώ ακίνητη ή κινητή ιδιοκτησία,καταβάλλοντας ορισμένο αντίτιμο στον ιδιοκτήτη της
9.υποφέρω από τη σύλληψη κάποιας ασθένειας
10.συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι
11.σκαλώνω,μαγκώνω
12.κρατώ κάτι
13.κλείνω το άνοιγμα ενός ρούχου, περνώντας τα κουμπιά μέσα από τις κουμπότρυπες
14.συλλαμβάνω, παγιδεύω
15.μαγκώνω ή ακινητοποιούμαι κάπου, κυρίως επειδή εμποδίζομαι από κτ
16.αντιλαμβάνομαι κάτι ακουστικά
17.συλλαμβάνω και κρατώ κάποιον, κυρίως μετά από καταδίωξη ή ενέδρα, τον έχω δέσμιο, τον εμποδίζω να φύγει
18.πιάνω κτ σφιχτά ή βίαια με το χέρι
19.χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να κάνω κάτι
20.έρχομαι,καταλήγω στο τέρμα,εκεί όπου κατευθύνομαι
Publicidade ▼
πιάνω (v.)
άρχομαι, έρχομαι, αγγίζω, ανοίγω, απασχολώ, αποκτώ, αρπάζω, αρπάζω συν. με τη βία, αρχίζω, αρχινίζω, αρχινώ, βάζω μπρος, βαστώ, βρίσκω, γραπώνω, δεν αφήνω κτ. να μου φύγει, ενοικιάζω, ζώνομαι, θηρεύω, κάνω να αρπάξω, καταλήγω, καταλήγω σε, καταλαμβάνω, κουμπώνω, κρατώ, κρατώ καλά, κρατώ σφικτά, κρατώ σφιχτά, μαγγώνω, με πιάνει, μισθώνω, νοικιάζω, νοικιάζω από κπ., παίρνω, πασπατεύω, πηγαίνω, πιάνομαι, πιάνω δουλειά, πιάνω στα χέρια μου, σκαλώνω, στρώνομαι να κάνω κτ., στρώνομαι στη δουλειά, συλλαμβάνω, σφίγγω, το πιάνω, τσακώνω, τσιμπώ, φθάνω, φτάνω, χειρίζομαι, ψηλαφώ
Ver também
πιάνω (v.)
↘ κρατούμενος, περίοδος φυλάκισης, πιάσιμο, σύλληψη, τρόφιμος ιδρύματος ↗ κάθειρξη, φυλάκιση, φυλακή ≠ απαλλάσσομαι, αφήνω, αφήνω κτ. από τα χέρια μου, θέτω τέλος, καταλήγω, μπλοκάρω, ξεγραπώνω, ξεκουμπώνω, παραδίνω, σταματώ, τελειώνω, τερματίζομαι, τερματίζω
Publicidade ▼
⇨ δεν πιάνω • πιάνω (σταθμό) • πιάνω (συζήτηση • πιάνω (συζήτηση, φιλία) • πιάνω δουλειά • πιάνω και γυρίζω την μπάλα (π.χ. στο κρίκετ) • πιάνω κπ. στα πράσα • πιάνω κπ. στον ύπνο • πιάνω με αγκίστρι • πιάνω με δίχτυ ή στα δίχτυα • πιάνω με λάσο • πιάνω με συνδετήρα • πιάνω πάτο • πιάνω ρίζες • πιάνω σήματα (π.χ. για ραδιόφωνο) • πιάνω στα χέρια μου • πιάνω σταθμό στο ραδιόφωνο • πιάνω στην παγίδα • πιάνω στον ύπνο • πιάνω την καλή • πιάνω φιλίες • το πιάνω • τον πιάνω μονότερμα
πιάνω (v.)
πιάνω (v.)
εξουδετερώνω, ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερπηδώ[Hyper.]
clutch (en)[Dérivé]
πιάνω (v.)
touch; dab; dab at (en)[Classe]
fingering (en) - κεραία, κεραία εντόμου - μπαρμπούνι - feel, tactile property (en) - δάχτυλο - αίσθηση αφής[Dérivé]
αγγίζω, ακουμπώ - ψηλαφίζω[Domaine]
πιάνω (v.)
παίρνω[Hyper.]
αρπαγή, πιάσιμο, σύλληψη - γερό πιάσιμο, σφίξιμο, σφιχτό πιάσιμο[Dérivé]
πιάνω (v.)
arrêter qqn (police) (fr)[Classe]
πιάνω (v.)
παίζω, συμμετέχω σε παιχνίδι[Hyper.]
backstop, catcher (en)[Dérivé]
μπέιζμπολ, μπέισμπολ - αναχαιτίζω, συγκρατώ[Domaine]
πιάνω (v.)
πιάνω (v.)
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
ενοικίαση - charter (en) - μίσθωση - ένοικος, ενοικιαστής - νοίκι - lease, term of a contract (en)[Dérivé]
πιάνω (v.)
πάσχω, πονάω, πονώ, υποφέρω[Hyper.]
πιάνω (v.)
πιάνω (v.)
κολλάω, κολλώ - μαγγώνω, πιάνομαι, πιάνω, σκαλώνω[Domaine]
πιάνω (v.)
prendre possession d'un lieu (fr)[ClasseParExt.]
prendre indûment possession de qqch (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Touching (en)[Domaine]
πιάνω (v.)
γεμίζω[Hyper.]
πιάνω (v.)
πιάνω (v.)
αναρτώ, δένω, προσδένω, στερεώνω, συνάπτω, τοποθετώ[Hyper.]
αγκράφα, πόρπη - αγκράφα, κούμπωμα[Dérivé]
ξεκουμπώνω[Ant.]
πιάνω (v.)
θηρεύω; πιάνω[ClasseHyper.]
πιάνω (v.)
serrer, exercer une pression (fr)[Classe]
hitch; hitch onto; hook; hook on; hang; hang on; couple to (en)[Classe]
επισυνάπτω, κολλώ, συνδέω[Hyper.]
γάντζος, κούμπωμα, μάνδαλο, μάνταλο, σύρτης[Dérivé]
πιάνω[Domaine]
απαλλάσσομαι[Ant.]
πιάνω (v.)
πιάνω (v.)
πιάνω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Touching (en)[Domaine]
αγγίζω, ακουμπώ[Hyper.]
handling, manipulation (en) - λαβή, χερούλι - παλάμη - παλάμη[Dérivé]
πιάνω (v.)
avoir une certaine destination (pour un chemin) (fr)[Classe]
venir qqpart, se diriger vers un lieu (fr)[Classe...]
être proche d'un certain état (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Arriving (en)[Domaine]
attainment (en)[Dérivé]
κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω - προλαβαίνω[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s