definição e significado de πιάνω | sensagent.com


   Publicitade E▼


 » 
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês
alemão búlgaro chinês croata dinamarquês eslovaco esloveno espanhol estoniano farsi finlandês francês grego hebraico hindi holandês húngaro indonésio inglês islandês italiano japonês korean letão língua árabe lituano malgaxe norueguês polonês português romeno russo sérvio sueco tailandês tcheco turco vietnamês

Definição e significado de πιάνω

Definição

πιάνω (v.)

1.βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο μιας ενέργειας (ενός έργου ή μιας διαδικασίας)

2.καταλαμβάνομαι, διακατέχομαι από κάποιο συναίσθημα

3.εξετάζω με την αφή

4.πιάνω κάτι με το χέρι, κρατώ σφικτά κάτι

5.προβαίνω στη βίαιη κράτηση κάποιου,τον περιορίζω στερώντας του τη φυσικη ή την προσωπική του ελευθερία

6.πιάνω τη μπάλα(στο μπέιζμπολ )

7.παίρνω κάτι και το κρατώ

8.χρησιμοποιώ ακίνητη ή κινητή ιδιοκτησία,καταβάλλοντας ορισμένο αντίτιμο στον ιδιοκτήτη της

9.υποφέρω από τη σύλληψη κάποιας ασθένειας

10.συλλαμβάνω κάποιον να κάνει κάτι

11.σκαλώνω,μαγκώνω

12.κρατώ κάτι

13.κλείνω το άνοιγμα ενός ρούχου, περνώντας τα κουμπιά μέσα από τις κουμπότρυπες

14.συλλαμβάνω, παγιδεύω

15.μαγκώνω ή ακινητοποιούμαι κάπου, κυρίως επειδή εμποδίζομαι από κτ

16.αντιλαμβάνομαι κάτι ακουστικά

17.συλλαμβάνω και κρατώ κάποιον, κυρίως μετά από καταδίωξη ή ενέδρα, τον έχω δέσμιο, τον εμποδίζω να φύγει

18.πιάνω κτ σφιχτά ή βίαια με το χέρι

19.χρησιμοποιώ τα χέρια μου για να κάνω κάτι

20.έρχομαι,καταλήγω στο τέρμα,εκεί όπου κατευθύνομαι

   Publicidade ▼

Sinónimos

Ver também

   Publicidade ▼

Locuções

δεν πιάνω • πιάνω (σταθμό) • πιάνω (συζήτηση • πιάνω (συζήτηση, φιλία) • πιάνω δουλειά • πιάνω και γυρίζω την μπάλα (π.χ. στο κρίκετ) • πιάνω κπ. στα πράσα • πιάνω κπ. στον ύπνο • πιάνω με αγκίστρι • πιάνω με δίχτυ ή στα δίχτυα • πιάνω με λάσο • πιάνω με συνδετήρα • πιάνω πάτο • πιάνω ρίζες • πιάνω σήματα (π.χ. για ραδιόφωνο) • πιάνω στα χέρια μου • πιάνω σταθμό στο ραδιόφωνο • πιάνω στην παγίδα • πιάνω στον ύπνο • πιάνω την καλή • πιάνω φιλίες • το πιάνω • τον πιάνω μονότερμα

Dicionario analógico













πιάνω (v.)

γεμίζω[Hyper.]











 

todas as traduções do πιάνω


Conteùdo de sensagent

  • definição
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopédia

 

5839 visitantes em linha

calculado em 0,047s