Publicitade R▼
πικραίνω (v.)
1.προκαλώ ψυχικό πόνο σε κπ
Publicidade ▼
πικραίνω (v.)
πικραίνω (v.)
περίλυπος, συντετριμμένος από θλίψη[Rendre+Attrib.]
μπελάς - πόνος - hurt, suffering (en) - μαρτύριο - παρατεταμένος πόνος - οδύνη[Dérivé]
υποφέρω[Cause]
πικραίνω (v.)
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s