Publicitade R▼
προμελέτη (n.)
1.ο εκ των προτέρων σχεδιασμός μιας πράξης
Publicidade ▼
προμελέτη (n.)
Ver também
προμελέτη (n.)
Publicidade ▼
προμελέτη (n.)
προγραμματισμός, προετοιμασία, πρόβλεψη, πρόνοια, σχεδιασμός[Hyper.]
premeditate (en)[Nominalisation]
προμελέτη (n.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s