Publicitade E▼
προσλαμβάνω (v.)
1.παίρνω κάποιον στη δουλειά
προσλαμβάνω
1.αποφασίζω να απασχολήσω ως εργοδότης έναν εργαζόμενο, τον παίρνω σε μια δουλειά
2.βοηθώ, αναλαμβάνω να εξυπηρετήσω, τάσσομαι συνήθως εθελοντικά (στην υπηρεσία συγκεκριμένου σκοπού)
Publicidade ▼
προσλαμβάνω
ανέχομαι, αναλαμβάνω, απασχολώ, δέχομαι, εξασφαλίζω από κπ., κλείνω, παίρνω, στρατεύομαι, στρατολογώ
Ver também
προσλαμβάνω
↘ πρόσληψη, χρήσιμος ≠ απολύω, αποπέμπω, δίνω σε κπ. τα παπούτσια στο χέρι, κάνω περικοπές προσωπικού
Publicidade ▼
προσλαμβάνω
recruter des personnes (fr)[Classe]
employer une personne (fr)[Classe]
economy (en)[Domaine]
Hiring (en)[Domaine]
προσλαμβάνω
προσλαμβάνω (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s