Publicitade D▼
σάκος (n.)
1.η ποσότητα που περιέχεται σε ένα σακί
2.υμένας που σχηματίζει θήκη και που περιβάλλει όργανα του σώματος
3.σχισμή (άνοιγμα) στην εσωτερική την εξωτερική πλευρά ενδύματος ή πρόσθετο κομμάτι υφάσματος ραμμένο πάνω σε ρούχο, που σχηματίζει θήκη στην οποία μπορεί κανείς να βάζει και να μεταφέρει μικροαντικείμενα
4.είδος μικρού σάκου, σε διάφορα σχήματα ή μεγέθη, από χαρτί, πλαστικό, ύφασμα ή άλλο υλικό, με τον οποίο μεταφέρουμε διάφορα ψώνια
Publicidade ▼
Ver também
σάκος (n.)
Publicidade ▼
σάκος (n.)
περιεχόμενο[Hyper.]
βάζω σε τσάντα[Dérivé]
σάκος (n.)
στοματική κοιλότητα[Hyper.]
σάκος (n.)
drawstring bag (en)[Hyper.]
σάκος (n.)
σάκος[ClasseHyper.]
πουγγί, σακκουλάκι, σακκούλι, σακουλάκι[Hyper.]
βάζω στην τσέπη, τσεπώνω - κλέβω[Dérivé]
ένδυμα, ρούχο[Desc]
σάκος (n.)
élément de l'équipement du soldat (fr)[ClasseParExt.]
sac (fr)[Classe]
contenant définissant un volume (fr)[ClasseParExt.]
τσάντα[Hyper.]
βάζω σε τσάντα[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s