Publicitade E▼
σας (pro.)
1.Αυτό από το οποίο επωφελείσαι ή επωφελείστε (π.χ. Σας έδωσε ένα βιβλίο).
2.Είναι αντικείμενο του ρήματος και αναφέρεται στον παραλήπτη ή στούς παραλήπτες του μηνύματος (π.χ. Σας ενοχλεί αυτός ο θόρυβος).
3.Αυτό που ανοίκει σε εσένα, σε εσάς (π.χ. Το αυτοκίνητό σας είναι γρήγορο).
4.Αυτό που σας ανοίκει (π.χ. Οι γονείς σας είναι πολύ ευγενικοί).
Publicidade ▼
⇨ (σε, σας) ευχαριστώ • γειά σας • δικά σας • δικές σας • δική σας • δικής σας • δικοί σας • δικού σας • δικούς σας • δικό σας • δικός σας • δικών σας • ειλικρινά δικός σας • μόνοι σας • σας (αρχ.) • σας παρακαλώ! (για να δηλώσει ενόχληση) • τον εαυτό σας • του εαυτού σας • τους εαυτούς σας • των εαυτών σας
Publicidade ▼
σας (pron. pers.)
σας (pron. pers.)
σας (pron. poss.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s