Publicitade D▼
σκιάζω (v.)
1.προκαλώ σε κπ αιφνίδιο και ζωηρό φόβο,τον κάνω να τρέμει,να αισθανθεί πανικό
Publicidade ▼
σκιάζω (v.)
κρύβω, ξαφνιάζω κπ., τρομάζω, τρομάζω κπ., τρομοκρατώ, φοβίζω
Ver também
σκιάζω (v.)
↘ απαίσιος, επικίνδυνος, πανικός, τρομάρα, τρομακτικός, τρόμος, φοβερός, φρίκη, φρικαλεότητα, φόβος
Publicidade ▼
σκιάζω (v.)
σκιάζω; τρομάζω; φοβίζω; ξαφνιάζω κπ.; τρομάζω κπ.; τρομοκρατώ; εμπνέω φόβο[ClasseHyper.]
psychology (en)[Domaine]
Frightening (en)[Domaine]
σκιάζω (v.)
block out, screen (en)[Hyper.]
σκίαστρο[Dérivé]
σκιάζω (v.)
faire devenir obscur, priver de lumière (fr)[Classe]
(shadow; shade) (en)[termes liés]
foliage (en)[GenV+comp]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,062s