Publicitade R▼
σοκάρω (v.)
αναστατώνω, εξοργίζω, προκαλώ φρίκη, προσβάλλω, σκανδαλίζω, συγκλονίζω
Publicidade ▼
Ver também
σοκάρω (v.)
σοκάρω (v.)
σοκάρω (v.)
σοκάρω (v.)
offenser qqn (fr)[Classe]
proférer des jurons (fr)[Classe]
σοκάρω; εξοργίζω; προσβάλλω; σκανδαλίζω[ClasseHyper.]
maltraiter qqn (fr)[Classe]
provoquer en duel (fr)[Classe]
(επιφυλακτικότητα; συστολή)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
outrage (fr)[GenV+comp]
αηδιάζω[Hyper.]
σκάνδαλο - βρόμα, δυσφήμιση, κακόβουλο σχόλιο, κουτσομπολιό - ξέσπασμα της λαϊκής αγανάκτησης, όνειδος - αποχαύνωση, αφηρημάδα, παραζάλη, σάστισμα, σοκ - αγανάκτηση - κπ. ή κτ. που προκαλεί μεγάλη αναστάτωση - αηδιαστικός, προσβλητικός - dirty, disgusting, unsavory, unsavoury (en) - δυσάρεστος, ενοχλητικός[Dérivé]
σοκάρω (v.)
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s