Publicitade D▼
στέγη (n.)
1.διαμονή, προσωρινή ή μακροχρόνια, κατασκευές στις οποίες διαμένουν άνθρωποι
2.οποιοσδήποτε στεγασμένος χώρος προσφέρεται για προσωρινή διαμονή, στον οποίο μπορεί να καταλύσει κανείς για σύντομο χρονικό διάστημα
3.το οριζόντιο ή επικλινές κάλυμμα οικοδομής, κατοικίας και γενικά κάθε καλυμμένου χώρου, μπορεί να αποτελείται από κεραμίδια, πλάκες ή άλλα υλικά
Publicidade ▼
στέγη
στέγη (n.)
Ver também
στέγη (n.)
↗ απασχολώ, διαμένω σε, καταλαμβάνω, παρέχω κατάλυμα, στεγάζω
Publicidade ▼
στέγη
διαμονή[Hyper.]
παρέχω κατάλυμα, στεγάζω - διαμένω, νοικιάζω δωμάτιο, στεγάζομαι[Dérivé]
στέγη (n.)
δωμάτιο; χώρος; διαμέρισμα[Classe]
loger (fr) - στεγάζω[Nominalisation]
στέγη (n.)
δωμάτιο; χώρος; διαμέρισμα[Classe]
στέγη (n.)
building_industry (en)[Domaine]
Roof (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s