Publicitade R▼
σταματώ (v.)
1.τελειώνω
2.φτάνω στο τέλος. Λήγω, καταλήγω, φτάνω σε ένα τοπικό σημείο πέρα από το οποίο δεν υπάρχει συνέχεια
3.σταματώ προσωρινά μια δραστηριότητα,πριν να συνεχίσω
4.παύω να κινούμαι
5.εμποδίζω την ολοκλήρωση κάποιου πράγματος
6.ματαιώνω την πραγματοποίηση (σχεδίου, προθέσεων)
σταματώ
1.(για το τελικό στάδιο μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας) ολοκληρώνω, συμπληρώνω με κάτι
2.απομακρύνομαι από κάποια ιδέα, παύω να την υποστηρίζω
Publicidade ▼
σταματώ
απαρνούμαι, εγκαταλείπω , θέτω τέλος, καταλήγω, μπλοκάρω, παραιτούμαι, παρατώ, σταθμεύω, σταματώ στην άκρη του δρόμου, τελειώνω, τερματίζομαι, τερματίζω
σταματώ (v.)
ανακόπτω, ανατρέπω, απογοητεύω, αποδυναμώνομαι, αχρηστεύω, βάζω τέρμα σε κτ., βραδύνω, διακόπτω, εμποδίζω, εξασθενώ, επιβραδύνω, καταλαγιάζω, κομπιάζω, κοντοστέκομαι, κοπάζω, κόβω, κόβω ταχύτητα, μένω, ματαιώνω, παύω, παύω για λίγο, περιμένω, σβήνω, σταματώ να λειτουργώ, συγκρατώ, τελειώνω, χάνομαι, χάνω την ταχύτητα στήριξης, χάνω τον έλεγχο της πτήσης
Ver também
σταματώ (v.)
↘ επιβράδυνση, σαμαράκι δρόμου για τη μείωση ταχύτητας ≠ αρχίζω, αυξάνω ταχύτητα, επιταχύνω, κινώ, ξεκινώ
σταματώ
≠ άρχομαι, ανοίγω, αρχίζω, αρχινίζω, αρχινώ, βάζω μπρος, ξεκινώ, πιάνω, πιάνω δουλειά, στρώνομαι να κάνω κτ., στρώνομαι στη δουλειά
Publicidade ▼
⇨ δε σταματώ πουθενά • σταματώ απότομα • σταματώ αυτοκίνητο στην άκρη • σταματώ και κατεβάζω επιβάτες • σταματώ κπ. • σταματώ κτ. εν τη γενέσει του • σταματώ να αναπνέω • σταματώ να λειτουργώ • σταματώ στην άκρη του δρόμου • σταματώ τη δουλειά • σταματώ τη δουλειά για τη μέρα • σταματώ τη συζήτηση για κτ. • σταματώ όχημα (με κίνηση του χεριού) • σταματώ όχημα και το ληστεύω
σταματώ
se terminer, se finir (fr)[Classe]
σταματώ
stop (en)[Hyper.]
driving (en) - draw up, haul up, pull up (en)[Domaine]
σταματώ
interrompre le développement de qqch, arrêter qqch (fr)[Classe]
finir qqch (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
finishes (en)[Domaine]
αλλάζω[Hyper.]
λήξη, τερματισμός - άκρη, ακριανός, ουρά, τέλος, τελευταίο τμήμα - end, final stage, last (en) - θάνατος - κατάληξη, πέρας, τέλος - ληκτικόσ[Dérivé]
παύω, σταματώ, τελειώνω[Cause]
άρχομαι, ανοίγω, αρχίζω, αρχινίζω, αρχινώ, βάζω μπρος, πιάνω, πιάνω δουλειά, στρώνομαι να κάνω κτ., στρώνομαι στη δουλειά - αρχίζω, ξεκινώ[Ant.]
σταματώ
σταματώ (v.)
cesser d'être, d'exister (fr)[Classe]
s'améliorer (temps) (fr)[Classe]
lumière (fr)[DomaineCollocation]
vague (fr)[DomaineCollocation]
σταματώ (v.)
σταματώ (v.)
σταματώ (v.)
faire réduire la vitesse (fr)[Classe]
αλλάζω[Hyper.]
επιβράδυνση, καθυστέρηση, χρονική διαφορά - επιβράδυνση[Dérivé]
σταματώ (v.)
σταματώ (v.)
σταματώ (v.)
σταματώ (v.)
αλτ, στάση - διακοπή, παύση, στάση, σταμάτημα - ανακοπή, στάση, σταμάτημα[Dérivé]
κινώ, ξεκινώ[Ant.]
σταματώ (v.)
αποκλείω, εμποδίζω[Hyper.]
αλτ, στάση - κλείσιμο, φράξιμο - σταμάτημα, φράξιμο - διακοπή, παύση, στάση, σταμάτημα[Dérivé]
σταματώ (v.)
σταματώ (v.)
résister (fr)[Classe]
faire obstacle à (fr)[Classe]
empêcher (de faire, de se produire) (fr)[Classe]
(meeting) (en)[termes liés]
σταματώ (v.)
διακόπτω, διαλύω, κόβω[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,078s