Publicitade D▼
στοιχίζω (v.)
1.έχω ως κόστος,ως συνέπεια
2.προκαλώ στεναχώρια, λύπη ή συγκεκριμένη απώλεια, ζημιά
3.αξίζω, κοστίζω, έχω χρηματική αξία
4.τοποθετώ σε κανονική, σε ορισμένη τάξη, σειρά
Publicidade ▼
στοιχίζω (v.)
στοιχίζω (v.)
στοιχίζω (v.)
ήμουν, είμαι, υπάρχω[Hyper.]
κόστος, τιμή - έξοδα, αντίτιμο, δαπάνη, τίμημα[Dérivé]
στοιχίζω (v.)
τοποθετώ[Hyper.]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s