Publicitade R▼
στρίβω (v.)
1.κάνω κατι να περιστραφεί όπως η βίδα
2.αλλάζω κατεύθυνση,παρεκκλίνω από την αρχική μου τοποθέτηση
3.κάνω κτ να αποκτήσει καμπύλο ή κυρτό σχήμα,ασκώντας πίεση σε διαφορετικά σημεία του
4.εκτελώ γρήγορες, περιστροφικές, κυκλικές κινήσεις γύρω από τον άξονά μου
5.στρέφω κάτι συνήθως προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλάζω κατεύθυνση ή προσανατολισμό
6.στρίβω σε μια γωνία
7.σχηματίζω καμπύλη, γίνομαι κυρτός
8.δίνω στο σώμα μου ελικοειδές σχήμα
στρίβω
1.στρέφομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση
Publicidade ▼
στρίβω
στρίβω (v.)
ακολουθώ διακλάδωση, αλλάζω κατεύθυνση, αποκλίνω, γυρίζω, διπλώνω, εκτρέπομαι, εξοφλώ, κάμπτω, κάνω μεταβολή, καμπυλώνω, κατευθύνομαι, κουλουριάζομαι, κυρτώνω, λοξοδρομώ, λυγίζω, ξεκαθαρίζω, παίρνω ελικοειδή μορφή, περιστρέφομαι, περιστρέφω, πλέκω, σκύβω, στρέφομαι, στριφογυρίζω, συστρέφω, φεύγω
Ver também
Publicidade ▼
⇨ αλλάζω κατεύθυνση / στρίβω απότομα • στρίβω (για πλοίο) • στρίβω (νόμισμα) • στρίβω απότομα • στρίβω δεξιά • στρίβω νόμισμα
στρίβω
γυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφω, στριφογυρίζω[Hyper.]
wheeler (en)[Dérivé]
στρίβω
effectuer une manœuvre d'une voiture (fr)[DomaineCollocation]
στρίβω
στρίβω (v.)
γυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφω, στριφογυρίζω[Hyper.]
βίδα - screw (en)[Dérivé]
στρίβω (v.)
στρίβω (v.)
στρίβω (v.)
στρίβω (v.)
περιστρέφω; περιστρέφομαι; στριφογυρίζω; στρίβω[ClasseHyper.]
στρίβω (v.)
στρίβω (v.)
factotum (en)[Domaine]
DirectionChange (en)[Domaine]
κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω[Hyper.]
στροφή[Dérivé]
στρίβω (v.)
ήμουν, είμαι, υπάρχω[Hyper.]
καμπή, καμπύλη, στροφή - καμπυλότητα, κυρτότητα[Dérivé]
στρίβω (v.)
se ramasser sur soi-même (fr)[Classe]
s'abriter (fr)[Classe...]
become narrower; narrow; become smaller; shrink (en)[Classe]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s