Publicitade R▼
συμμορφώνομαι (v.)
1.προσαρμόζω τις ενέργειες, τη συμπεριφορά μου σε κάποιον κανονισμό ή σε κάποιο υπόδειγμα
Publicidade ▼
συμμορφώνομαι (v.)
συμμορφώνομαι προς, συμμορφώνομαι προς τη νόρμα, τηρώ, υπακούω
Ver também
συμμορφώνομαι (v.)
↘ παρακολούθηση, παρατήρηση, τήρηση κανόνων, υπακοή ≠ αποκλίνω
Publicidade ▼
συμμορφώνομαι (v.)
obey (en)[Classe]
se soumettre à une norme (fr)[Classe]
(καταστρατήγηση; παράβαση; παρανομία; παραβίαση; καταπάτηση; υπέρβαση)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
realization (en)[Domaine]
συμμορφώνομαι (v.)
ευπείθεια, συμμορφία, συμμόρφωση - conformance (en)[Dérivé]
αποκλίνω[Ant.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s