Publicitade R▼
συνάδελφος (n.)
1.αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα και/ή δουλεύει στον ίδιο χώρο με άλλους
2.πρόσωπο που βρίσκεται συχνά στην παρέα κάποιου άλλου
Publicidade ▼
συνάδελφος (n.)
Ver também
συνάδελφος (n.)
↗ αδελφότητα, λέσχη, σωματείο, όμιλος
Publicidade ▼
συνάδελφος (n.)
συνάδελφος (n.)
δουλεύτης[Hyper.]
συνάδελφος (n.)
franc-maçon (fr)[Classe]
συνάδελφος (n.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,016s