Publicitade R▼
συναλλαγή (n.)
1.η δουλειά, υπόθεση που δίνεται σε έναν εμπορικό οργανισμό από τους πελάτες της
2.κάθε συναλλαγή εμπορικής ή χρηματιστηριακής φύσεως κάθε είδους αγοραπωλησία
3.κοινωνική σχέση, στενή επικοινωνία
Publicidade ▼
⇨ definição - Wikipedia
συναλλαγή
συναλλαγή (n.)
Publicidade ▼
συναλλαγή
compromise (en)[Hyper.]
συναλλαγή (n.)
commerce (en)[Domaine]
CommercialService (en)[Domaine]
δουλειά[Hyper.]
keep going, patronage, patronise, patronize, support (en)[Dérivé]
συναλλαγή (n.)
résultat d'un échange (fr)[Classe]
opération économique (fr)[ClasseHyper.]
(έμπορος), (λαθρέμπορος; (μικρο)πωλητής, (μικρο)πωλήτρια), (εμπορική επιχείρηση)[termes liés]
economy (en)[Domaine]
Transaction (en)[Domaine]
ομάδα δράσης - εμπόριο[Hyper.]
εμπορεύομαι - διενεργώ, διεξάγω - διευθύνω[Dérivé]
συναλλαγή (n.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s