Publicitade R▼
συναναστρέφομαι (v.)
1.διατηρώ μόνιμο συναισθηματικό θεσμό
2.έχω κοινωνικές ή φιλικές σχέσεις με κάποιον. Κάνω παρέα με κάποιον
3.συμμετέχω σε κοινωνικές δραστηριότητες, συναναστρέφομαι με άλλους
Publicidade ▼
Publicidade ▼
συναναστρέφομαι (v.)
συναναστρέφομαι (v.)
fréquenter (fr)[Classe]
συναναστρέφομαι (v.)
fréquenter (fr)[Classe]
frotter, gratter (fr)[Classe]
συναναστρέφομαι (v.)
desegregate, integrate, mix (en)[Similaire]
συναναστρέφομαι (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s