Publicitade R▼
συντηρητικός (n.)
1.άτομο που έχει συντηρητικές ιδέες ή απόψεις
συντηρητικός (adj.)
1.αυτός που διαφυλάσσει την παράδοση ή που είναι υπέρ της διαφύλαξής της σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και που αντιμετωπίζει με επιφύλαξη κάθε νεωτερισμό
Publicidade ▼
συντηρητικός (adj.)
αξιοπρεπής, βαρετός, βαρύς, γαλήνιος, που δεν του αρέσουν οι αλλαγές, σοβαρός, στενοκέφαλος
συντηρητικός (n.)
συντηρητικόσ (adj.)
Ver também
συντηρητικός (n.)
↗ ισχυρογνώμων, στενοκέφαλοσ, συντηρητικότητα, συντηρητισμός, σφιχτόσ ≠ προοδευτικός
συντηρητικός (adj.)
Publicidade ▼
συντηρητικός (adj.)
qui a beaucoup de majesté (fr)[Classe]
εθιμοτυπικός; επίσημος; επιβλητικός[Classe]
affectée (attitude) (fr)[Classe]
austère (fr)[Classe]
qui apporte du soin à ce qu'il fait (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
ευπρεπής[Similaire]
συντηρητικός (adj.)
φιλελεύθερος[Ant.]
ιδεολογία[Dérivé]
συντηρητικός (n.)
conformist (en)[Classe]
droite démocratique (fr)[Classe]
συντηρητικός (n.)
αδιάλλακτος; συντηρητικός[ClasseHyper.]
συντηρητικόσ (adj.)
inflexible (en)[Similaire]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s