Publicitade R▼
σύμπτωση (n.)
1.η τυχαία εκδήλωση δύο ή περισσοτέρων ανεξαρτήτων μεταξύ τους γεγονότων ή καταστάσεων
2.(αστρονομία) η φαινόμενη ευθυγράμμιση δύο ή περισσότερων ουράνιων σωμάτων στον ίδιο τομέα του ζωδιακού κύκλου
3.κρίσιμος συνδυασμός γεγονότων ή συνθηκών
4.ταύτιση ή σύγκλιση απόψεων ή παρατηρήσεων
5.κατάσταση που προκύπτει εντελώς τυχαία,χωρίς κάποια συννενόηση
Publicidade ▼
σύμπτωση (n.)
αντιστοιχία, ευθυγράμμιση, ομοιότητα, συγκυρία, συμφωνία, ταυτόχρονο, τυχαίο συμβάν
Ver também
σύμπτωση (n.)
Publicidade ▼
σύμπτωση (n.)
événement aléatoire (fr)[Classe]
de peu d'importance (fr)[ClasseParExt.]
événement sans importance (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
σύμπτωση (n.)
éclipse (fr)[DomainDescrip.]
αντάμωμα, αντάμωση, συνάντηση, συναπάντημα[Hyper.]
αστρονομία[Domaine]
σύμπτωση (n.)
ταυτόχρονο[Classe]
situation économique (fr)[Classe]
σύμπτωση (n.)
σύμπτωση (n.)
σύμπτωση, τυχαίο συμβάν[Hyper.]
σύμπτωση (n.)
ταυτόχρονο[ClasseHyper.]
(κτήματα)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
overlapsTemporally (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s