Publicitade R▼
ταλαντεύω (v.)
1.κάνω κάτι να κινείται πότε προς τη μια κατεύθυνση και πότε προς την άλλη, να κουνιέται πέρα-δώθε
Publicidade ▼
ταλαντεύω (v.)
ταλαντεύω (v.)
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Hyper.]
λίκνισμα - grand coup de poing (fr) - swinger (en)[Dérivé]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,016s