Publicitade E▼
ταχυδρομείο (n.)
1.υπηρεσία που αναλαμβάνει να μεταφέρει και να μοιράζει στους παραλήπτες επιστολές, έντυπα, δέματα και χρηματικές επιταγές
2.το σύστημα δια μέσω του οποίου μεταφέρεται η αλληλογραφία
Publicidade ▼
ταχυδρομείο (n.)
Ver também
ταχυδρομείο (n.)
Publicidade ▼
⇨ αεροπορικό ταχυδρομείο • ηλεκτρονικό ταχυδρομείο • με το επόμενο ταχυδρομείο • ταχυδρομείο δια ξηράς ή θαλάσσης
ταχυδρομείο (n.)
γραφείο; χώρος εργασίας[Classe]
service postal (fr)[termes liés]
κλάδος, παράρτημα, υποδιαίρεση[Hyper.]
ταχυδρομείο (n.)
ταχυδρομείο (n.)
service d'acheminement et de distrib. du courrier (fr)[Classe]
post (en)[Domaine]
instrument (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s