Publicitade E▼
τρομοκρατώ (v.)
1.κάνω κάποιον να νιώσει φόβο, συνήθως προβάλλοντας επικείμενο κακό ή απειλώντας τον
2.κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, την αντοχή του
3.προκαλώ σε κπ αιφνίδιο και ζωηρό φόβο,τον κάνω να τρέμει,να αισθανθεί πανικό
Publicidade ▼
τρομοκρατώ
τρομοκρατώ (v.)
αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, εκφοβίζω, εμπνέω φόβο, ξαφνιάζω κπ., πτοώ, σκιάζω, τρελαίνομαι, τρομάζω, τρομάζω κπ., τρομάζω πάρα πολύ, φοβίζω
Ver também
τρομοκρατώ (v.)
↘ αναστάτωση, απαίσιος, απογοήτευση, εκφοβισμός, επικίνδυνος, κατάπληξη, πανικός, πολύ κακός, σκιάχτρο, ταραχή, τρομάρα, τρομακτικός, τρομερός, τρομοκράτης, τρόμος, φοβερός, φρίκη, φρικαλεότητα, φρικιαστικός, φόβος
Publicidade ▼
τρομοκρατώ (v.)
αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω[Hyper.]
bullying, intimidation (en) - determent, deterrence (en) - controller, restrainer (en)[Dérivé]
προειδοποιώ[Domaine]
τρομοκρατώ (v.)
τρομοκρατώ[ClasseHyper.]
terror (en)[GenV+comp]
τρομοκρατώ (v.)
avoir peur (fr)[Classe]
se décourager (fr)[Classe]
inspirer de la crainte (fr)[Classe]
psychology (en)[Domaine]
IntentionalPsychologicalProcess (en)[Domaine]
εκφοβίζω, τρομοκρατώ[Hyper.]
demoralised, demoralized, despondent, discouraged, disheartened, dispirited (en)[Etre+Attribut]
chill, pall (en) - πανικός, ταραχή[Dérivé]
τρομοκρατώ (v.)
σκιάζω; τρομάζω; φοβίζω; ξαφνιάζω κπ.; τρομάζω κπ.; τρομοκρατώ; εμπνέω φόβο[ClasseHyper.]
psychology (en)[Domaine]
Frightening (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s