Publicitade R▼
τρυπώ (v.)
1.γίνομαι διάτρητος,γεμίζω τρύπες
2.χτυπώ κάποιον με μαχαίρι , σχίζω
3.αγγίζω ή τρυπώ κάποιον ή κάτι με αιχμηρό όργανο
4.βάζω κτ βαθιά, βυθίζω αντικείμενο μέσα σε άλλο αντικείμενο ή πράγμα
5.ανοίγω τρύπα σε κάτι
Publicidade ▼
Publicidade ▼
τρυπώ (v.)
entrer (fr)[Classe]
make a hole in; punch a hole in (en)[Classe]
faire une opération (mine et carrière) (fr)[DomainRegistre]
τρυπώ (v.)
απωθώ, σπρώχνω[Hyper.]
μαχαιριά, σουβλιά - μαχαιροβγάλτησ, μαχαιρώτησ[Dérivé]
τρυπώ (v.)
entamer, percer avec une pointe (fr)[Classe...]
faire un trou en perçant (fr)[Classe...]
(γένος μέλισσα)[termes liés]
(ζωύφιο), (εντομοκτόνο), (εντομολογία), (εντομολόγοσ)[termes liés]
(φίδι), (φίδι)[termes liés]
(κουνούπι)[termes liés]
πάσχω, πονάω, πονώ, υποφέρω[Hyper.]
stinger (en) - sting, stinger (en) - σουβλιά, τύψη - sting, stinging (en)[Dérivé]
τρυπώ (v.)
τρυπώ (v.)
τρυπώ (v.)
κοιλαίνω[Hyper.]
οπή, τρύπα - τρύπα[Dérivé]
τρυπώ (v.)
διαπερνώ, διατρυπώ[Hyper.]
κόβω[Domaine]
τρυπώ (v.)
τρυπώ (v.)
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω[Hyper.]
τρύπα στο λάστιχο[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s