Publicitade E▼
Publicidade ▼
Ver também
τσαρλατάνος (n.)
↗ εξαπατώ, κάνω φάρσα, κάνω φάρσα σε κπ., μπερδεύω, παίζω, πειράζω, προδίδω
τσαρλατάνος (n.)
ψεύτης[Classe]
εγκληματίας; ο παράνομος; ο εκτός νόμου[Classe]
απατεώνας; τσαρλατάνος[ClasseHyper.]
law (en)[Domaine]
Human (en)[Domaine]
απατεώνας, ζαβολιάρης[Hyper.]
εξαπατώ, κάνω φάρσα, κάνω φάρσα σε κπ., μπερδεύω, παίζω, πειράζω, προδίδω[PersonneQui~]
καμώνομαι, ντροπιάζω, παριστάνω, προσποιούμαι, προφασίζομαι, υποκρίνομαι - λέω ανοησίες, μου ξεφεύγει κτ. που δε θα 'πρεπε - παραποιώ, παραχαράσσω, πλαστογραφώ, προσποιούμαι - καμώνομαι, προσποιούμαι - κάνω - επηρεάζω - προσποιητός, στημένος, ψεύτικος - πλαστός, ψεύτικος[Dérivé]
τσαρλατάνος (n. m.)
mauvais médecin (fr)[Classe]
εγκληματίας; ο παράνομος; ο εκτός νόμου[Classe]
commerçant (fr)[Classe...]
γιατρός, γιατρός παθολόγος - αγύρτησ, τσαρλατάνοσ[Hyper.]
quack (en)[Dérivé]
τσαρλατάνοσ (n.)
ψεύτης[Classe]
personne hypocrite (fr)[Classe]
law (en)[Domaine]
Position (en)[Domaine]
charlatanerie (fr)[PersonneQuiEst]
απατεώνας, ζαβολιάρης[Hyper.]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s