Publicitade R▼
υπάλληλος (n.)
1.εργαζόμενος ο οποίος αμείβεται με μηνιαίο μισθό
2.άνθρωπος που δουλεύει στην υπηρεσία άλλου
3.μέλος προσωπικού εργαζομένων, κυρίως του προσωπικού του προέδρου στο Λευκό Οίκο στις Η.Π.Α.
4.ο κύριος υπεύθυνος για τη φύλαξη των φυλακών
5.εργαζόμενος που προσλαμβάνεται για να εκτελέσει μια εργασία
Publicidade ▼
υπάλληλος (n.)
ακόλουθος, αξιωματούχος, βοηθός, δεσμοφύλακας, διευθυντής ή διοικητής φυλακής, εργάτης, εργαζόμενος, υπηρέτης, φύλακας
Ver também
υπάλληλος (n.)
Publicidade ▼
⇨ (δημόσιος) υπάλληλος • δημόσιος υπάλληλος • διοικητικός υπάλληλος • μόνιμος κοινοτικός υπάλληλος • σιδηροδρομικόσ υπάλληλοσ • υπάλληλος γραφείου • υπάλληλος διεθνούς οργανισμού • υπάλληλος δικαστηρίου • υπάλληλος υποδοχής • υπάλληλοσ για κάθε εργασία • υπάλληλοσ εισιτήριων
⇨ δημόσιος υπάλληλος • μόνιμος κοινοτικός υπάλληλος • υπάλληλος γραφείου • υπάλληλος διεθνούς οργανισμού
υπάλληλος (n.)
officier (toute personne qui a la charge d'un office) (fr)[ClasseHyper.]
administration (en)[Domaine]
occupiesPosition (en)[Domaine]
office (fr)[Dérivé]
υπάλληλος (n.)
δουλεύτης[Hyper.]
υπάλληλος (n.)
υπάλληλος (n.)
thinker (en)[Hyper.]
μη χειρωνακτικός, υπαλληλικός[Dérivé]
υπάλληλος (n.)
άνθρωπος επιβάλλων το νόμο[Hyper.]
προστατεύω - wardenship (en) - wardership (en)[Dérivé]
υπάλληλος (n.)
υπάλληλος (n.)
υπάλληλος - holder (en)[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s