Publicitade R▼
υπολογίζω (v.)
1.συμπεριλαμβάνω κάποιον στο να έχει μερίδιο στα κέρδη
2.εκθέτω αναλυτικά και κατά σειρά πράγματα ή γεγονότα
3.αγοράζω με πίστωση
4.πλησιάζω κάτι, υπολογίζω χωρίς μεγάλη απόκλιση
5.γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι ύστερα από έρευνα, έλεγχο κ.τ.λ.
6.διαμορφώνω, σχηματίζω γνώμη ή απόφαση για κάποιον ή για κάτι
7.εκφράζω (κάτι) με τον προφορικό είτε με τον γραπτό λόγο είτε με χειρονομίες, εκφέρω λέξεις, προτάσεις προς κάποιον
υπολογίζω (v.)
1.προκαλεί ευχαρίστηση, κερδίζει το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια (τριτοπρόσωπο)
υπολογίζω
1.για κάτι που περιμένουμε να συμβεί
2.εκτιμώ για μελλοντική πράξη ή κατάσταση
3.έχω την εντύπωση, μου φαίνεται ότι, πιστεύω, υποθέτω
4.εκτιμώ βαθύτατα και σέβομαι κάποιον, αναγνωρίζοντας την ηθική ή την πνευματική του αξία και ικανότητα
Publicidade ▼
υπολογίζω
έχω σε υπόληψη, αναμένω, ας υποθέσουμε, διαλύω, εικάζω, θεωρώ, λαμβάνω υπόψη, λογαριάζω, λύνω, νομίζω, νομίζω ότι, περιμένω, πιστεύω, προβλέπω, προσδοκώ, προσμένω, σέβομαι, σκέφτομαι, σταθμίζω, συμπεραίνω, τιμώ, υποθέτω, υπολήπτομαι, υποψιάζομαι, φαντάζομαι
υπολογίζω (v.)
ανοίγω τη συζήτηση για κτ., απαριθμώ, αποκλείω, αποτιμώ, αριθμώ συνολικά, βασίζομαι, δίνω σημασία, δεν συμπεριλαμβάνω, διαπιστώνω, διατηρώ, εκτιμώ, εκφέρω κρίση, εξακριβώνω, εξετάζω προσεκτικά, επαναλαμβάνω, επικρίνω, καθορίζω, καταδικάζω, κατακρίνω, κρίνω, λέω, λαμβάνω υπόψη, λογαριάζω, περιλαμβάνω, πιστώνω, προβλέπω, προσεγγίζω, σε βάθος συζητώ, συγκαταλέγω, συζητώ σε βάθος, σχηματίζω γνώμη, τρέφω, χρεώνω
υπολογίζω (v.)
αγαπώ, απολαμβάνω, αρέσει, μου αρέσει, μου αρέσει πολύ, υπολήπτομαι , χαίρομαι
Ver também
υπολογίζω (v.)
↘ απαρίθμηση, εκτίμηση, θαυμασμός, κρίνοντας από, λογαριασμός, μετρήσιμος, ξαναμετρώ, σεβασμός, υπολογισμός, υπόληψη
υπολογίζω
↘ αξιοσέβαστος, ευπαρουσίαστος, ευπρεπής, ευυπόληπτος, ικανοποιητικός, λύση, μάλλον, υπόθετοσ ≠ φέρομαι με αγένεια
υπολογίζω (v.)
≠ αντιπαθώ
Publicidade ▼
υπολογίζω
espérer (fr)[Classe]
prévoir (fr)[Classe]
take into consideration; take stock of; consider (en)[Classe]
(expectation; wait) (en)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
expects (en)[Domaine]
μένω στο ίδιο μέρος, περιμένω[Hyper.]
ανυπομονησία - waiter (en) - anticipation, expectation (en) - ανυπόμονος[Dérivé]
προβλέπω, προσπαθώ να προβλέψω[Domaine]
υπολογίζω
préparer (fr)[Classe]
réfléchir à une question (fr)[Classe]
évaluer par un jugement (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
believes (en)[Domaine]
υπολογίζω
trouver une solution (fr)[Classe]
démontrer mathématiquement (fr)[Classe]
(ζόρικος; βαρύς; ακατανόητος; κοπιώδης)[termes liés]
problème de mathématique (fr)[DomaineCollocation]
υπολογίζω
υπολογίζω
αποδέχομαι[Hyper.]
compliance, following, fulfillment, fulfilment, honoring, observance (en) - deference, respect (en) - ευγένεια, σεβασμός - εκτίμηση, θαυμασμός, σεβασμός, υπόληψη - regard, respect (en) - εκτιμών, σεβόμενοσ - εκτίμηση, σεβασμός - estimable, good, honorable, respectable (en)[Dérivé]
φέρομαι με αγένεια[Ant.]
υπολογίζω (v.)
μοιράζομαι[Hyper.]
υπολογίζω (v.)
υπολογίζω (v.)
déterminer la valeur d'une quantité (fr)[Classe]
compter (fr)[Classe]
mathematics (en)[Domaine]
Judging (en)[Domaine]
υπολογίζω (v.)
take into consideration; take stock of; consider (en)[ClasseHyper.]
contemplate (en)[Hyper.]
υπολογίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Learning (en)[Domaine]
υπολογίζω (v.)
υπολογίζω (v.)
υπολογίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Stating (en)[Domaine]
υπολογίζω (v.)
εγκρίνω, επιδοκιμάζω[Domaine]
αντιπαθώ[Ant.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,078s