Publicitade R▼
φεύγω (v.)
1.φεύγω, μετακινούμαι από ένα μέρος σε ένα άλλο
2.διακόπτω την επικοινωνία με κάποιον
3.βγαίνω έξω ή φεύγω μακρυά από συγκεκριμένο σημείο
4.φεύγω από κάπου γρήγορα
5.φεύγω από το μέρος που βρίσκομαι και πάω κάπου αλλού
Publicidade ▼
φεύγω
φεύγω (v.)
αναχωρώ, απομακρύνω, αφήνω, εγκαταλείπω, εξοφλώ, κλείνω, κλείνω το τηλέφωνο, ξαποστέλνω κπ. κακήν κακώς, ξεκαθαρίζω, στρίβω
Ver também
Publicidade ▼
⇨ δε φεύγω • φεύγω (από) • φεύγω από το σπίτι • φεύγω βιαστικά • φεύγω γρήγορα • φεύγω με το αυτοκίνητο • φεύγω ξαφνικά
φεύγω
φεύγω
αναχωρώ, φεύγω[Hyper.]
φεύγω
αναχωρώ, φεύγω[Hyper.]
έκφραση της καθομιλουμένης[Domaine]
φεύγω (v.)
go; go to (en)[Classe]
αποχωρώ, βγαίνω, διαφεύγω, εξέρχομαι, ξεφεύγω[Hyper.]
αναχώρηση, αποχώρηση, μετακίνηση, πηγαινέλα - απώλεια - πηγαίνων[Dérivé]
έλα, έρχομαι [Ant.]
φεύγω (v.)
fixer qqch par le haut tel que le reste pende (fr)[Classe]
put back (en)[Classe]
refaire qqch de semblable et antérieur (fr)[Classe]
téléphone (fr)[DomaineCollocation]
φεύγω (v.)
dire au revoir (fr)[Classe]
partir, quitter un lieu (fr)[Classe]
(μετακίνηση; πηγαινέλα; αναχώρηση; αποχώρηση)[termes liés]
αναχωρώ, φεύγω[Hyper.]
αναχώρηση, αποχώρηση, μετακίνηση, πηγαινέλα - απώλεια - πηγαίνων[Dérivé]
μένω[Ant.]
φεύγω (v.)
φεύγω (v.)
βρίσκομαι, γίνομαι, κείμαι, κείτομαι[Hyper.]
γραμμή, σειρά[Dérivé]
φεύγω (v.)
faire partir qqn d'un lieu (fr)[Classe]
φεύγω (v.)
quitter durablement un lieu (fr)[Classe]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s