Publicitade R▼
φοβίζω (v.)
1.προκαλώ σε κπ αιφνίδιο και ζωηρό φόβο,τον κάνω να τρέμει,να αισθανθεί πανικό
Publicidade ▼
φοβίζω (v.)
Ver também
φοβίζω (v.)
↘ απαίσιος, επικίνδυνος, πανικός, τρομάρα, τρομακτικός, τρόμος, φοβερός, φρίκη, φρικαλεότητα, φόβος
Publicidade ▼
φοβίζω (v.)
σκιάζω; τρομάζω; φοβίζω; ξαφνιάζω κπ.; τρομάζω κπ.; τρομοκρατώ; εμπνέω φόβο[ClasseHyper.]
psychology (en)[Domaine]
Frightening (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s