Publicitade R▼
φτερό (n.)
1.ευκίνητο μέλος του σώματος των πουλιών (τα άνω άκρα καταλλήλως διαμορφωμένα), που χρησιμεύει για το πέταγμά τους
Publicidade ▼
Ver também
φτερό (n.)
Publicidade ▼
⇨ διακοσμητκό φτερό • πρόσθιο φτερό • φτερό (αεροπλάνου κτλ.) • φτερό (συν. χήνας) • φτερό έλικας • φτερό ανεμιστήρα • φτερό ανεμόμυλου • φτερό αυτοκινήτου • φτερό πτήσης
φτερό (n.)
plume d'oiseau (fr)[Classe]
φτερό (n.)
wing (en)[ClasseHyper.]
aile de l'oiseau (fr)[Thème]
anatomie de l'oiseau (fr)[DomainDescrip.]
anatomie des insectes (fr)[DomainDescrip.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s