Publicitade R▼
χάλι (n.)
1.άθλια κατάσταση
χαλί (n.)
1.κομμάτι από παχύ και βαρύ ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει δάπεδο
Publicidade ▼
χάλι (n.)
Publicidade ▼
χάλι (n.)
βλάβη[Hyper.]
χαλί (n.)
πατάκι - εξοπλισμός, επίπλωση[Hyper.]
carpet (en) - στρώνω με χαλί[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,016s