Publicitade E▼
χαρίζω (v.)
1.προσφέρω κάτι ως δώρο, χαρίζω σε κάποιον κάτι, του το κάνω δώρο, συνήθως σε γιορτή, επέτειο κ.τ.λ.
Publicidade ▼
χαρίζω
δωρίζω, κερνώ, χαρίζω[Hyper.]
χαρίζω (v.)
απαρνιέμαι, αποκηρύσσω, αποσύρω[Hyper.]
χαρίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
UnilateralGiving (en)[Domaine]
giving (en) - δώρημα, δώρο, προσφορά - δωρητής - δωρεά[Dérivé]
Publicidade ▼
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s