Publicitade E▼
χριστιανικός (adj.)
1.πρόσωπο που πιστεύει στον Χριστό και στη διδασκαλία του και είναι μέλος της Χριστιανικής Εκκλησίας
2.που βασίζεται στη διδασκαλία του Iησού Xριστού
Publicidade ▼
χριστιανικός (adj.)
Ver também
χριστιανικός (adj.)
Publicidade ▼
χριστιανικός (adj.)
Christian (en)[ClasseHyper.]
χριστιανικός (adj.)
factotum (en)[Domaine]
believes (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 1,638s