Publicitade D▼
χώνω (v.)
1.αναγκάζω κάποιον να μπει σε ένα χώρο
2.βάζω κτ βαθιά, βυθίζω αντικείμενο μέσα σε άλλο αντικείμενο ή πράγμα
3.τοποθετώ στο έδαφος (σπόρο ή ρίζα φυτού), προκειμένου να ριζώσει και να αναπτυχθεί
4.εξέχω προς τα εμπρός και γενικότερα ξεπερνάω, εκτείνομαι πέρα από το χώρο μου
5.προκαλώ κατάδυση, κάνω κάποιον ή κάτι να βουλιάξει στο βυθό, προκαλώ την καταστροφή, τον καταποντισμό
Publicidade ▼
χώνω (v.)
βουλιάζω, βυθίζω, εισδύω, εκτείνομαι, καταποντίζω, κεντρίζω, μπάζω, μπήγω, προεξέχω, σπρώχνω, σπρώχνω απότομα, σπρώχνω βίαια, στριμώχνω, σφηνώνω, τρυπώ, τσιγκλώ, φυτεύω, χώνομαι
Ver também
Publicidade ▼
⇨ χώνω ξαφνικά (π.χ. στη φυλακή) • χώνω στα κλεφτά • χώνω στο κεφάλι (μτφ.) • χώνω τη μύτη μου • χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις • χώνω την ουρά μου παντού
χώνω
throw, thrust (en)[Hyper.]
χώνω (v.)
χώνω (v.)
απωθώ, σπρώχνω[Hyper.]
πείραγμα, σπόντα, χώσιμο - γρονθοκόπημα, σκουντιά - βουκέντρα, βούκεντρο[Dérivé]
χώνω (v.)
emboîter (fr)[Classe]
envelopper dans qqch qui serre, donne une forme (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Putting (en)[Domaine]
εμφυτεύω, ενθέτω, μπήγω[Hyper.]
implantation (en) - planting (en) - implantation (en) - μόσχευμα - εμφύτευση[Dérivé]
χώνω (v.)
faire pénétrer en profondeur (fr)[Classe...]
(cutting weapon) (en)[termes liés]
χώνω (v.)
βρίσκομαι[Hyper.]
ελατόσ, επεκτατόσ - έκτατοσ[Dérivé]
χώνω (v.)
remuer vivement en divers sens (fr)[Classe]
maltraiter qqn (fr)[Classe]
μετακινώ βίαια, σπρώχνω[Hyper.]
σπρωξιά - σπρώξιμο, ώθηση - σπρώχνων[Dérivé]
χώνω (v.)
χώνω (v.)
καταχωρίζω, τοποθετώ[Hyper.]
gusset, inset (en) - insert, inset (en)[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,062s