Publicitade D▼
ψυχίατρος (n.)
1.γιατρός που ειδικεύεται στην ψυχιατρική, στη διάγνωση και θεραπεία ψυχασθενειών
Publicidade ▼
ψυχίατροσ (n.)
Ver também
ψυχίατρος (n.)
ψυχίατροσ (n.)
Publicidade ▼
ψυχίατρος (n.)
ειδικευμένος γιατρός; ειδικός[Classe]
(ψυχιατρική)[termes liés]
medicine (en)[Domaine]
Position (en)[Domaine]
ειδικευμένος γιατρός, ειδικός[Hyper.]
ψυχιατρική[Dérivé]
ψυχίατροσ (n.)
ψυχίατρος[Hyper.]
ψυχίατροσ (n.)
θεραπευτής[Hyper.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s