Publicitade R▼
όνομα (n. neu.)
1.η κατάσταση του να αναγνωρίζεται κάποιος και να επαινείται ευρέως
όνομα (n.)
1.λέξη ή σύνολο λέξεων, που χρησιμοποιούνται κυρίως για να διακρίνεται ένα πρόσωπο, ζώο, πράγμα καθώς και μία ομάδα από το σύνολο των ομοίων τους.
2.το πολιτισμένο ον που συμπεριφέρεται με καλούς τρόπους και ευγένεια, που η συμπεριφορά και η εμφάνισή του φανερώνουν ότι έχει λάβει σωστή κοινωνική αγωγή
Publicidade ▼
⇨ definição - Wikipedia
όνομα (n. neu.)
Ver também
όνομα (n.)
όνομα (n. neu.)
Publicidade ▼
⇨ Το όνομα μου είναι... • βαφτιστικό όνομα • για Όνομα Του Θεού • για Όνομα Του Θεού! (επιφ.) • γράφω όνομα και διεύθυνση • δίνω σε κπ. ή κτ. το όνομα κπ. • εσφαλμένο όνομα • κατ' όνομα και όχι στην ουσία • κοινό ουσιαστικό όνομα • κύριο όνομα • μεσαίο όνομα • μητρικό όνομα • μικρό όνομα • μόνο στο όνομα • πατρικό όνομα • που δεν έχει όνομα • στο όνομα • ταμπέλα με όνομα • το γένος (για γυναικείο όνομα πριν το γάμο) • χαλώ το καλό μου όνομα • χαϊδευτικό όνομα
⇨ Άννα (όνομα) • Όνομα διαδικτύου • Όνομα πλοίου • Όνομα τομέα • Αθηνά (όνομα) • Ανδρέας (Όνομα) • Γεώργιος (όνομα) • Γκο (καλλιτεχνικό όνομα) • Δημήτριος (όνομα) • Ειρήνη (όνομα) • Θεοχάρης (όνομα) • Ιωάννης (όνομα) • Κύβος (όνομα) • Πτολεμαίος (όνομα) • Σταματίνα (όνομα) • Στυλιανός (Όνομα) • Το όνομα του Ρόδου
όνομα (n.)
αναγνώριση; διασημότητα; λαμπρότητα; ενδοξότητα; φήμη[ClasseHyper.]
réputation (fr)[Classe]
sociology (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
τιμή[Hyper.]
γνωστός, διάσημος, διαπρεπής, εξαιρετικός, ξακουστός, φημισμένος[Dérivé]
καταισχύνη, όνειδος[Ant.]
όνομα (n.)
linguistics (en)[Domaine]
names (en)[Domaine]
όνομα (n.)
φήμη[Hyper.]
όνομα (n.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s